Ξέφρενος στα δανικά
Μετάφραση: ξέφρενος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
hæmningsløst, hektiske, hektisk, rasende, vanvittige
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ξέφρενος
ξέφρενος λεξικό γλώσσας δανικά, ξέφρενος στα δανικά
Μεταφράσεις
- ξέσπασμα στα δανικά - eksplosion, briste, sprængning, udbrud, udbruddet, udbrydende, opblussende
- ξέστρο στα δανικά - skraber, skraberen, scraper, afstryger, afskraber
- ξέφωτο στα δανικά - Glade, lysning, lysning i, i Glade
- ξίφος στα δανικά - sværd, sværdet
Τυχαίες λέξεις
Ξέφρενος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: hæmningsløst, hektiske, hektisk, rasende, vanvittige
Μεταφράσεις: hæmningsløst, hektiske, hektisk, rasende, vanvittige