Ξεσκεπάζω στα δανικά

Μετάφραση: ξεσκεπάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
afdække, afsløre, finde, at afdække, opdage
Ξεσκεπάζω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξεσκεπάζω

ξεσκεπάζω την ψυχοφθόρα βδελυγμία, ξεσκεπάζω συνωνυμα, ξεσκεπάζω λεξικό γλώσσας δανικά, ξεσκεπάζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ξεσήκωμα στα δανικά - opstand, oprør, opstanden, oprøret
  • ξεσηκώνω στα δανικά - vågne, vække, opildne, rode op, ophidse, røre op
  • ξεσπώ στα δανικά - eksplosion, briste, sprængning, udbrud, burst, brast, byge
  • ξεστομίζω στα δανικά - komme ud med, kommet ud med, kommer ud med, at komme ud med
Τυχαίες λέξεις
Ξεσκεπάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: afdække, afsløre, finde, at afdække, opdage