Ξεσκεπάζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: ξεσκεπάζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atskleisti, atrasti, atidengti, apsinuoginti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ξεσκεπάζω
ξεσκεπάζω την ψυχοφθόρα βδελυγμία, ξεσκεπάζω συνωνυμα, ξεσκεπάζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ξεσκεπάζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ξεσήκωμα στα λιθουανικά - maištas, sukilimas, sukilimo, sukilimą, uprising
- ξεσηκώνω στα λιθουανικά - žadinti, išmaišyti, pažadinti, sukurstyti, Wzniecać, gerai išmaišyti
- ξεσπώ στα λιθουανικά - protrūkis, trūkti, sprogimas, lūžti, trūkimo, sprogo, serijomis, ...
- ξεστομίζω στα λιθουανικά - išeiti su, atėjo su, išeina su, iš ten išeis su, išeis su
Τυχαίες λέξεις
Ξεσκεπάζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: atskleisti, atrasti, atidengti, apsinuoginti
Μεταφράσεις: atskleisti, atrasti, atidengti, apsinuoginti