Ξηρότητα στα δανικά

Μετάφραση: ξηρότητα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tørhed, tør
Ξηρότητα στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξηρότητα

ξηρότητα οφθαλμών, ξηρότητα κόλπου, ξηρότητα κόλπου αντιμετώπιση, ξηρότητα δέρματος, ξηρότητα ματιών, ξηρότητα λεξικό γλώσσας δανικά, ξηρότητα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ξηρασία στα δανικά - tørke, tørken, af tørke
  • ξηρός στα δανικά - tør, tørre, tørt
  • ξινός στα δανικά - sur, sour, syrnet, sure, Creme
  • ξιπασμένος στα δανικά - forgæves, forfængelig, prætentiøse, prætentiøs, prætentiøst, indbildsk, pretentious
Τυχαίες λέξεις
Ξηρότητα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tørhed, tør