Ξηρότητα στα ισλανδικά

Μετάφραση: ξηρότητα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þurrkur, þurrkur í, þurr, þurrki, augnþurrkur
Ξηρότητα στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξηρότητα

ξηρότητα οφθαλμών, ξηρότητα κόλπου, ξηρότητα κόλπου αντιμετώπιση, ξηρότητα δέρματος, ξηρότητα ματιών, ξηρότητα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ξηρότητα στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ξηρασία στα ισλανδικά - þurrka, þurrkar, þurrkum, þurrkatíð, Sverð
  • ξηρός στα ισλανδικά - þurr, þurrt, þurrum, þorna, þurru
  • ξινός στα ισλανδικά - Sour, súr, sýrðum, sýrður, sýrða
  • ξιπασμένος στα ισλανδικά - pretentious
Τυχαίες λέξεις
Ξηρότητα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: þurrkur, þurrkur í, þurr, þurrki, augnþurrkur