Λέξη: υποδοχή

Σχετικές λέξεις: υποδοχή

υποδοχή ολυμπιακού, υποδοχή για ακουστικά κεφαλής, υποδοχή ιερών λειψάνων, υποδοχή λειψάνων, υποδοχή ομπραντοβιτσ, υποδοχή αγίου φωτός, υποδοχή συνώνυμα, υποδοχή lightning, υποδοχή ci, υποδοχή κάρτας pcmcia

Συνώνυμα: υποδοχή

ντο, πρίζα, κόγχη ματιού, κοίλωμα συγκρατούν κάτι, ρεσεψιόν, λήψη, δεξίωση, αποδοχή

Μεταφράσεις: υποδοχή

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
reception, socket, welcoming, slot, connector
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cuenca, recepción, enchufe, toma, zócalo, socket, toma de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schraubendrehereinsatz, sockel, aufnahme, fassung, steckdose, steckschlüssel, buchse, höhle, empfang, rezeption, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accueil, trou, douille, admission, agrégation, agrément, creux, serte, manchon, acceptation, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
incavo, accettazione, legatura, presa di corrente, presa, zoccolo, presa di, presa a
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
peúga, soquete, tomada, encaixe, de soquete, tomada para
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schede, contactdoos, receptie, ontvangst, houder, aanvaarding, stopcontact, mof, aansluiting, socket
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
принятие, впадина, восприятие, прием, углубление, раут, раструб, встреча, гнездо, вечеринка, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
resepsjon, mottagelse, stikkontakt, mottakelse, kontakten, socket, stikkontakten
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mottagning, mottagande, socket, sockel, uttag, uttaget
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pistoke, pidin, kolo, vastaanotto, hylsy, ontelo, pistorasia, pistorasiaan, socket, liitäntään, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
modtagelse, socket, sokkel, stikket, soklen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hrdlo, nátrubek, příjem, objímka, přijetí, otvor, přivítání, dutina, recepce, zásuvka, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wklęsłość, wydrążanie, odebranie, złącze, odbiór, wydrążenie, wgłębienie, recepcja, gniazdko, tulejka, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
karmantyú, befogadás, recepció, foglalat, aljzat, aljzatba, csatlakozó, socket
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
resepsiyon, kabul, duy, priz, soket, soketi, yuva, soketli
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заглибину, западина, впадина, заглиблення, вмістища, розетка, розетки, інші Розетка
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pritje, fole, socket, gropë, prizë, xhunto
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
патрон, гнездо, контакт, гнездото, сокет, контакта
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
разетка, розетка
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vastuvõtt, pistikupesa, sokkel, pesa, socket, pistikupessa, pessa
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
šupljina, prijam, opažaj, grlo, osjetljivost, prihvat, prijem, utičnica, socket, utičnicu, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afgreiðsla, fals, fyrir þrífót, þrífót, hulsa, Socket
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lizdas, socket, lizdo, lizdą, kištukinis
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ligzda, socket, kontaktligzda, ligzdu, kontaktligzdas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
приклучок, сокет, штекерот, приклучокот, штекер
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
primire, priză, socket, soclu, priza, mufa
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
recepcija, vtičnica, vtičnice, vtičnico, priključek, socket
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zásuvka, zásuvky

Στατιστικά δημοτικότητας: υποδοχή

Τυχαίες λέξεις