Tøffel στα ελληνικά

Μετάφραση: tøffel, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παντόφλα, slipper, παντόφλες, παντόφλας, παντοφλών
Tøffel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • tæt στα ελληνικά - στενός, πυκνός, δασύς, κοντά, στενή, κλείσιμο, στενούς, ...
  • tæthed στα ελληνικά - πυκνότητα, πυκνότητας, πυκνότητος, την πυκνότητα, η πυκνότητα
  • tøj στα ελληνικά - φορώ, ντύνω, ρούχα, φόρεμα, ρουχισμός, ντύνομαι, τα ρούχα, ...
  • tømme στα ελληνικά - άδειος, στραγγίξει, αποστράγγιση, στραγγίστε, στραγγίσει, στραγγίζετε
Τυχαίες λέξεις
Tøffel στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παντόφλα, slipper, παντόφλες, παντόφλας, παντοφλών