Παρόρμηση στα δανικά
Μετάφραση: παρόρμηση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
nøde, impuls, impulsen, impulser, impulsmodstandsspænding
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παρόρμηση
παρόρμηση συνώνυμο, παρόρμηση ορισμός, παρόρμηση λεξικο, παρόρμηση συνώνυμα, ιδεοληπτική παρόρμηση, παρόρμηση λεξικό γλώσσας δανικά, παρόρμηση στα δανικά
Μεταφράσεις
- παρωδία στα δανικά - parodi, parodien, parodisk, parody
- παρόμοιος στα δανικά - lignende, tilsvarende, samme, ligner, svarer
- παρών στα δανικά - nærværende, forestille, præsentere, udføre, gave, servere, nutid, ...
- πασπάλισμα στα δανικά - pulverisering, pudring, pulverdannelse, pulveriseringsprocessen, eller pulverisering
Τυχαίες λέξεις
Παρόρμηση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: nøde, impuls, impulsen, impulser, impulsmodstandsspænding
Μεταφράσεις: nøde, impuls, impulsen, impulser, impulsmodstandsspænding