Ποικίλος στα δανικά
Μετάφραση: ποικίλος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
varieret, varierede, varieres, afvekslende, varierende
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ποικίλος
ποικίλοσ αγγλικά, ποικίλος συνώνυμα, ποικίλος λεξικό γλώσσας δανικά, ποικίλος στα δανικά
Μεταφράσεις
- ποιητικός στα δανικά - poetisk, poetiske, digterisk, digteriske, poesi
- ποικίλλω στα δανικά - mottle, skjoldet, marmorering
- ποικιλία στα δανικά - sort, række, udvalg, vifte, bred vifte
- ποιμενικός στα δανικά - pastoral, pastorale, verdensomspændende pastorale, kirkelige, pastoralt
Τυχαίες λέξεις
Ποικίλος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: varieret, varierede, varieres, afvekslende, varierende
Μεταφράσεις: varieret, varierede, varieres, afvekslende, varierende