Ποικίλος στα ολλανδικά

Μετάφραση: ποικίλος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afwisselend, verschillend, gevarieerd, gevarieerde, uiteenlopende
Ποικίλος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ποικίλος

ποικίλοσ αγγλικά, ποικίλος συνώνυμα, ποικίλος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ποικίλος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ποιητικός στα ολλανδικά - poëtisch, dichterlijk, poëtische, dichterlijke, poetische
  • ποικίλλω στα ολλανδικά - werken, variëren, afwisselen, vlekken, vlek, mottle, marmerstructuur, ...
  • ποικιλία στα ολλανδικά - ras, soort, slag, aard, hutspot, afwisseling, variatie, ...
  • ποιμενικός στα ολλανδικά - pastorale, pastoraal, de pastorale, landelijke, pastoraat
Τυχαίες λέξεις
Ποικίλος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: afwisselend, verschillend, gevarieerd, gevarieerde, uiteenlopende