Λέξη: έγκυρος
Σχετικές λέξεις: έγκυρος
έγκυρος συνώνυμο, έγκαιρος αγγλικά, έγκυρος αφμ, έγκυος στα αγγλικά, έγκυρος ονειροκρίτης, έγκαιρος βικιλεξικο, έγκυρος english
Συνώνυμα: έγκυρος
βάσιμος, ισχύων
Μεταφράσεις: έγκυρος
έγκυρος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
authoritative, recognisable, valid, invalid, a valid, valid by
έγκυρος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
magistral, válido, válida, válidos, válidas, validez
έγκυρος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gebieterisch, herrisch, maßgeblich, gültig, gültigen, gültige, gilt, gelten
έγκυρος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
brève, autoritaire, discernable, valide, valable, valables, valides, validité
έγκυρος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
valido, valida, validi, valide, validità
έγκυρος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
válido, válida, válidos, válidas, validade
έγκυρος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geldig, geldige, geldt, gelden, geldig is
έγκυρος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
малоавторитетный, внушительный, надежный, властный, авторитетный, начальственный, повелительный, влиятельный, действительный, действует, действительны, действительным, действителен
έγκυρος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gyldig, gjelder, gyldige, er gyldig, gjelde
έγκυρος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
giltig, giltigt, giltiga, gäller, gälla
έγκυρος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vaikutusvaltainen, ehdoton, käskevä, valtuutettu, tunnistettava, pätevä, voimassa oleva, voimassa, kelvollinen
έγκυρος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gyldig, gyldigt, gyldige, gældende, gyldighed
έγκυρος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
autoritativní, panovačný, rozeznatelný, platný, platné, platí, platná, platnosti
έγκυρος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bezapelacyjny, miarodajny, władny, autorytatywny, rozpoznawalny, ważny, obowiązujący, ważne, ważna, ważność
έγκυρος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mérvadó, érvényes, érvényesek, érvényben, érvényesnek
έγκυρος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
geçerli, geçerli bir, geçerlidir
έγκυρος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
владний, значний, авторитетний, надійний, дійсний, дійсну, справжній
έγκυρος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i vlefshëm, vlefshme, e vlefshme, të vlefshme, vlefshëm
έγκυρος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
валиден, валидна, валидно, валидни, важи
έγκυρος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сапраўдны, правадзейны, дзейны, дзеючы, дзейсны
έγκυρος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
käskiv, äratuntav, kehtiv, kehtib, kehtivad, kehtiva, kehtivat
έγκυρος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
autoritativan, mjerodavan, zapovjednički, vrijedi, vrijede, valjana, važeći, valjan
έγκυρος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gildi, gild, gildir, gilt, í gildi
έγκυρος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
galiojantis, galioja, svarbių, galioti, galios
έγκυρος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
derīgs, spēkā, derīga, derīgas, derīgi
έγκυρος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
валидни, валиден, важечка, важи, валидна
έγκυρος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
valabil, valabile, valabilă, valid, validă
έγκυρος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
veljavna, velja, veljaven, veljavno, veljavne
έγκυρος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
panovačný, platný, platné, platí, uplatniteľný, platného
Τυχαίες λέξεις