Πολυτελής στα δανικά
Μετάφραση: πολυτελής, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
luksus, luksuriøse, luksuriøs, luksuriøst
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πολυτελής
πολυτελής αιμάτωση, πολυτελής αρχαίος τάφος βρέθηκε στις σέρρες, πολυτελής bmw... «υποφέρει» στα χέρια γυναίκας οδηγού, πολυτελής διαμονή στο πήλιο, πολυτελής διαμονή, πολυτελής λεξικό γλώσσας δανικά, πολυτελής στα δανικά
Μεταφράσεις
- πολυτάραχος στα δανικά - stormfuldt, stormfulde, stormfuld, stormende, stormy
- πολυτέλεια στα δανικά - luksus, luksusfaciliteter, med luksusfaciliteter, luksuriøse, luksushotel
- πολύ στα δανικά - megen, meget, særlig, er meget
- πολύγλωσσος στα δανικά - polyglot, flersprogede, mangesproget
Τυχαίες λέξεις
Πολυτελής στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: luksus, luksuriøse, luksuriøs, luksuriøst
Μεταφράσεις: luksus, luksuriøse, luksuriøs, luksuriøst