Λέξη: επιθετικότητα

Σχετικές λέξεις: επιθετικότητα

επιθετικότητα παιδιού, επιθετικότητα ψυχολογία, επιθετικότητα στα παιδιά, επιθετικότητα ορισμός, επιθετικότητα νηπίων, επιθετικότητα στην προσχολική ηλικία, επιθετικότητα παιδιών, επιθετικότητα στο σχολείο, επιθετικότητα στα νήπια, επιθετικότητα στο νηπιαγωγείο

Συνώνυμα: επιθετικότητα

φιλοπόλεμη διάθεση

Μεταφράσεις: επιθετικότητα

επιθετικότητα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
aggression, aggressiveness, aggressive, hostility

επιθετικότητα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acometida, ataque, agresión, agresividad, la agresividad, agresividad de, de agresividad, acometividad

επιθετικότητα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
überfall, aggression, angriff, Aggressivität, Angriffslust, Aggression, die Aggressivität

επιθετικότητα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
assaut, agression, attaque, agressivité, l'agressivité, d'agressivité

επιθετικότητα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aggressione, aggressività, l'aggressività, dell'aggressività, di aggressività, all'aggressività

επιθετικότητα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
agressão, crise, ataque, agressividade, a agressividade, da agressividade, de agressividade, aggressiveness

επιθετικότητα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanval, agressie, offensief, vlaag, agressiviteit, aggressiviteit, de agressiviteit, agressief

επιθετικότητα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
нападение, агрессия, агрессивность, агрессивности, агрессивностью

επιθετικότητα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
aggressivitet, aggressiveness, aggressive, aggressiviteten, aggresjon

επιθετικότητα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
aggressivitet, aggressiviteten, aggressiveness, aggressiva, aggressiv

επιθετικότητα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vihamielisyys, aggressio, hyökkäys, aggressiivisuus, aggressiivisuutta, aggressiivisuuden, aggressiivisuuteen, aggressiivisuudesta

επιθετικότητα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
aggressivitet, aggressiviteten, aggression, aggressive

επιθετικότητα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
napadení, agrese, útok, přepadení, agresivita, agresivitu, agresivity, aggressiveness, agresivitou

επιθετικότητα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
agresywność, agresja, agresywności, pobudzenie lub agresywność, napastliwość

επιθετικότητα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
agresszió, erőszakosság, agresszivitás, agresszivitást, agresszivitása, agresszivitását

επιθετικότητα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
saldırı, hücum, saldırganlık, saldırganlığı, saldırganlığın, agresiflik, agresifliği

επιθετικότητα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
агресія, агресивність, напад

επιθετικότητα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
agresion, agresiviteti, agresivitetin, agresiviteti i, agresivitet

επιθετικότητα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нападение, агресивност, агресивността, агресия, агресивност на, агресивността на

επιθετικότητα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
агрэсіўнасць, агрэсіўнасьць

επιθετικότητα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
agressioon, agressiivsus, agressiivsust, agressiivsuse, agressiivsusega, ohtlikkust

επιθετικότητα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nasrtljivost, napad, agresija, agresivnost, agresivnosti, agresivnošću, napadnost

επιθετικότητα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
árásargirni, árásarhneigð

επιθετικότητα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
agresyvumas, agresyvumą, agresija, agresyvumo

επιθετικότητα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
agresivitāte, agresivitāti, agresivitātes, agresija

επιθετικότητα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
агресивност, агресивноста, на агресивноста, агресивност на, агресија

επιθετικότητα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
agresivitate, agresivitatea, agresivității, de agresivitate, agresivitatii

επιθετικότητα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
agreže, agresivnost, napadalnost, nasilnost, agresivnosti, nasilno

επιθετικότητα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
útok, agresivita, agresia, agresivitu, agresívnosť, agresivity

Στατιστικά δημοτικότητας: επιθετικότητα

Τυχαίες λέξεις