Προσδοκώ στα δανικά
Μετάφραση: προσδοκώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
vente, afvente, forvente, forventer, kan forvente
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσδοκώ
προσδοκώ ανάσταση νεκρών, προσδοκώ ανάστασιν, προσδοκώ ανάσταση νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος αμήν, προσδοκώ κλίση, προσδοκώ συνώνυμα, προσδοκώ λεξικό γλώσσας δανικά, προσδοκώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- προσδιορίζω στα δανικά - beslutte, afgøre, befæste, bestemme, jeg, I
- προσδοκία στα δανικά - forventning, forventning om, forventninger, forventningen
- προσεγγίζω στα δανικά - randen, nippet, kanten, nippet til, grænsen
- προσεγμένος στα δανικά - overvåget, set, overvågede, iagttog, så
Τυχαίες λέξεις
Προσδοκώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: vente, afvente, forvente, forventer, kan forvente
Μεταφράσεις: vente, afvente, forvente, forventer, kan forvente