Προσδοκώ στα ολλανδικά
Μετάφραση: προσδοκώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verbeiden, afhalen, wachten, verwachten, verwacht, verwachten dat, kunt verwachten, verwacht dat
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσδοκώ
προσδοκώ ανάσταση νεκρών, προσδοκώ ανάστασιν, προσδοκώ ανάσταση νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος αμήν, προσδοκώ κλίση, προσδοκώ συνώνυμα, προσδοκώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, προσδοκώ στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- προσδιορίζω στα ολλανδικά - omschrijven, bepalen, beslissen, vaststellen, determineren, besluiten, definiëren, ...
- προσδοκία στα ολλανδικά - afwachting, verwachting, vertrouwen, verwachtingen, verwacht, de verwachting
- προσεγγίζω στα ολλανδικά - aanvliegen, berm, randje, rand, vooravond, punt
- προσεγμένος στα ολλανδικά - omstandig, uitvoerig, bekeken, keken, lette, keek, zag
Τυχαίες λέξεις
Προσδοκώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verbeiden, afhalen, wachten, verwachten, verwacht, verwachten dat, kunt verwachten, verwacht dat
Μεταφράσεις: verbeiden, afhalen, wachten, verwachten, verwacht, verwachten dat, kunt verwachten, verwacht dat