Σέβομαι στα δανικά
Μετάφραση: σέβομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
agtelse, respekt, ære, hensyn, forbindelse, vidt, forhold
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σέβομαι
σέβομαι τη διαφορετικότητα, σέβομαι στα αρχαία, σέβομαι ετυμολογία, σέβομαι ορισμός, σέβομαι λεξικο, σέβομαι λεξικό γλώσσας δανικά, σέβομαι στα δανικά
Μεταφράσεις
- σάρκα στα δανικά - kød, flesh, konkretisere, uddybe, udmønte
- σάτιρα στα δανικά - Lampoon, Spottedigt, satirisk, Fars fede
- σέλας στα δανικά - lys, lyset, baggrund, let, grundlag
- σέξι στα δανικά - sexet, sexy, sexede, frække
Τυχαίες λέξεις
Σέβομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: agtelse, respekt, ære, hensyn, forbindelse, vidt, forhold
Μεταφράσεις: agtelse, respekt, ære, hensyn, forbindelse, vidt, forhold