Σέβομαι στα ουκρανικά
Μετάφραση: σέβομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
джерело, розважання, розвага, кошт, нагода, спосіб, повага, повагу, пошану, пошана, повагу до
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σέβομαι
σέβομαι τη διαφορετικότητα, σέβομαι στα αρχαία, σέβομαι ετυμολογία, σέβομαι ορισμός, σέβομαι λεξικο, σέβομαι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σέβομαι στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- σάρκα στα ουκρανικά - вимірювання, м'ясо, тіло, плоть, плоті
- σάτιρα στα ουκρανικά - ліхтарник, пасквіль
- σέλας στα ουκρανικά - світло, світ
- σέξι στα ουκρανικά - рудий, хитрий, лисий, рижий, червоно-бурий, сексуальний, найсексуальніший
Τυχαίες λέξεις
Σέβομαι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: джерело, розважання, розвага, кошт, нагода, спосіб, повага, повагу, пошану, пошана, повагу до
Μεταφράσεις: джерело, розважання, розвага, кошт, нагода, спосіб, повага, повагу, пошану, пошана, повагу до