Σκανδαλώδης στα δανικά
Μετάφραση: σκανδαλώδης, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
skandaløst, skandaløs, skandaløse, skandale, en skandale
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκανδαλώδης
σκανδαλώδης λεξικό γλώσσας δανικά, σκανδαλώδης στα δανικά
Μεταφράσεις
- σκαμπό στα δανικά - afføring, skammel, ekskrementer, taburetter, stole, afføringen, barstole
- σκανδάλη στα δανικά - trigger, udløser, aftrækkeren, udløse, triggeren
- σκαπάνη στα δανικά - hakke, hoe, radrenser, lugejern, hyppe
- σκαπανέας στα δανικά - Sapper, pionerer
Τυχαίες λέξεις
Σκανδαλώδης στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: skandaløst, skandaløs, skandaløse, skandale, en skandale
Μεταφράσεις: skandaløst, skandaløs, skandaløse, skandale, en skandale