Λέξη: ευθυδικία
Σχετικές λέξεις: ευθυδικία
ευθυδικία α.ε.δ.ε
Μεταφράσεις: ευθυδικία
ευθυδικία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
equity, fairness, due process, fair trial, fair hearing
ευθυδικία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
equidad, la equidad, patrimonio, equidad de, de capital
ευθυδικία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gerechtigkeit, eigenkapital, Gerechtigkeit, Billigkeit, Eigenkapital, Equity
ευθυδικία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
équité, égalité, raison, justice, rectitude, parité, l'équité, capitaux propres, capitaux, fonds propres
ευθυδικία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
giustizia, equità, patrimonio netto, netto, del patrimonio netto, patrimonio
ευθυδικία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
equidade, capital próprio, patrimônio, eqüidade, equivalência patrimonial
ευθυδικία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
billijkheid, eigen vermogen, vermogen, het eigen vermogen, equity
ευθυδικία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
беспристрастность, актив, нелицеприятность, справедливость, капитал, справедливости, капитала, акционерный капитал
ευθυδικία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rettferdighet, egenkapital, egenkapitalen, aksje, kapitalen
ευθυδικία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
eget kapital, equity, kapital, eget, aktie
ευθυδικία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
oikeudenmukaisuus, reiluus, nettoarvo, oma pääoma, oman pääoman, pääoma, pääomaan, omaan pääomaan
ευθυδικία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
egenkapital, egenkapitalen, indre værdis, equity, aktier
ευθυδικία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
spravedlnost, rovnost, slušnost, vlastní kapitál, vlastního kapitálu, kapitál, equity
ευθυδικία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kapitał, równość, słuszność, sprawiedliwość, equity, kapitał własny, kapitału własnego, praw własności
ευθυδικία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
méltányosság, saját tőke, részvény, sajáttőke
ευθυδικία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
adalet, öz kaynak, özkaynak, özsermaye, hisse senedi
ευθυδικία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
неупередженість, безсторонність, справедливість, капітал, капіталу
ευθυδικία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
barazia, kapitali, kapital, kapitali neto, barazi
ευθυδικία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
справедливост, собствения капитал, собствен капитал, капиталови
ευθυδικία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
капітал
ευθυδικία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
omakapital, lihtaktsia, omakapitali, omakapitalis, kapitaliosaluse, õigluse
ευθυδικία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pravičnost, kapital, dionice, pravednost, kapitala, equity, glavnica
ευθυδικία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fé, Eigið, eigið fé, hlutabréfa, hlutafé
ευθυδικία στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
iustitia, aequitas
ευθυδικία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
teisingumas, kapitalo, nuosavo kapitalo, nuosavo, nuosavas kapitalas
ευθυδικία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
taisnīgums, kapitāla, pašu kapitāls, pašu kapitāla, pašu
ευθυδικία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
капитал, капиталот, акционерски капитал, еднаквост, сопственички
ευθυδικία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
echitate, capitaluri proprii, de capital, capitalurile proprii, capitalurilor proprii
ευθυδικία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kapital, delniški, kapitala, lastniški, pravičnost
ευθυδικία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spravodlivosť, spravodlivosti, spravedlivosť, rovnosť
Τυχαίες λέξεις