Σκανδαλώδης στα ολλανδικά

Μετάφραση: σκανδαλώδης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afgrijselijk, afschuwelijk, schandalig, schandelijk, schandalige, schandaal, schandelijke
Σκανδαλώδης στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκανδαλώδης

σκανδαλώδης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σκανδαλώδης στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σκαμπό στα ολλανδικά - kruk, taboeret, ontlasting, krukjes, krukken, barkrukken, stoelgang
  • σκανδάλη στα ολλανδικά - trekker, Trigger
  • σκαπάνη στα ολλανδικά - schoffel, schoffelen, hak, te schoffelen, houweel
  • σκαπανέας στα ολλανδικά - sappeur, geniesoldaat, Sapper, Sapper van, geniesoldaat het
Τυχαίες λέξεις
Σκανδαλώδης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: afgrijselijk, afschuwelijk, schandalig, schandelijk, schandalige, schandaal, schandelijke