Σκιέρ στα δανικά

Μετάφραση: σκιέρ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
skiløber, skier, skiløberen, løberen
Σκιέρ στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκιέρ

σκιέρ σε χιονισμένη πίστα με ένα σούπερ αυτοκίνητο βίντεο, σκιέρ λεξικό γλώσσας δανικά, σκιέρ στα δανικά

Μεταφράσεις

  • σκιά στα δανικά - nuance, skygge, skyggen, shadow, skygger, skyggeøkonomien
  • σκιάδα στα δανικά - baldakin, canopy, kronetaget, baldakinen, himmelseng
  • σκιαγράφηση στα δανικά - afgrænsning, afgrænsningen
  • σκιαγραφώ στα δανικά - skitse, omrids, oversigt, skitsere, kontur
Τυχαίες λέξεις
Σκιέρ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: skiløber, skier, skiløberen, løberen