Στιλπνός στα δανικά

Μετάφραση: στιλπνός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
skinnende, glansfulde, glansfuldt, blanke, blankt
Στιλπνός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στιλπνός

στιλπνός συνώνυμα, στιλπνός λεξικό, στιλπνός συνώνυμο, στιλπνός λεξικό γλώσσας δανικά, στιλπνός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • στιγμιότυπο στα δανικά - snapshot, øjebliksbillede, et snapshot
  • στιλβώνω στα δανικά - pudse, polere, polsk, polske, polish, polering
  • στιφάδο στα δανικά - stuvning, gryderet, ragout, STCW, stew
  • στοά στα δανικά - galleri, galleriet, Gallery, Billeder, Gallerioversigt
Τυχαίες λέξεις
Στιλπνός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: skinnende, glansfulde, glansfuldt, blanke, blankt