Sted στα ελληνικά
Μετάφραση: sted, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπυρί, μέρος, βούλα, τοποθετώ, εντοπίζω, τοποθεσία, τόπος, θέση, τόπο, χώρα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- stav στα ελληνικά - ραβδί, βέργα, κοντάρι, ράβδος, ράβδο, ράβδου, βάκτρο, ...
- stavelse στα ελληνικά - συλλαβή, συλλαβής, συλλαβών, συλλαβές
- stege στα ελληνικά - τοστ, καβουρντίζω, πρόποση, ψήνω, καβουρδίζω, ψητό, ψητά, ...
- stegepande στα ελληνικά - τηγάνι, τηγανίζοντας τηγάνι, τηγανιού, τηγανίζοντας πανοραμική λήψη
Τυχαίες λέξεις
Sted στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπυρί, μέρος, βούλα, τοποθετώ, εντοπίζω, τοποθεσία, τόπος, θέση, τόπο, χώρα
Μεταφράσεις: σπυρί, μέρος, βούλα, τοποθετώ, εντοπίζω, τοποθεσία, τόπος, θέση, τόπο, χώρα