Τραύμα στα δανικά

Μετάφραση: τραύμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
såre, krænke, sår, traumer, traume, hjælp Traume, trauma, traumet
Τραύμα στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τραύμα

τραύμα λεξικό γλώσσας δανικά, τραύμα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • τραχύς στα δανικά - grov, skarp, ru, løselig, barsk, groft, uslebne, ...
  • τραχύτητα στα δανικά - ruhed, ruheden, ujævnheder, ujævnhed, ru
  • τρεκλίζω στα δανικά - vakler, vakle, stagger, forskydning, forskudt
  • τρελούτσικος στα δανικά - skør, vanvittig, skøre, skørt, tossede, flippet
Τυχαίες λέξεις
Τραύμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: såre, krænke, sår, traumer, traume, hjælp Traume, trauma, traumet