Τραύμα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: τραύμα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lesão, vulnerar, digno, ferida, ferir, ferimento, trauma, traumatismo, traumas, o trauma, de trauma
Τραύμα στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τραύμα

τραύμα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, τραύμα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • τραχύς στα πορτογαλικά - agreste, arpoar, abrasivo, cru, voltar, brusco, grosseiro, ...
  • τραχύτητα στα πορτογαλικά - rugosidade, aspereza, rugosidade da, de rugosidade, rugosidade de
  • τρεκλίζω στα πορτογαλικά - vacilar, totalizar, cambalear, escalonamento, cambaleio, estupeficar
  • τρελούτσικος στα πορτογαλικά - louco, insano, excêntrico, maluco, wacky, maluca
Τυχαίες λέξεις
Τραύμα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: lesão, vulnerar, digno, ferida, ferir, ferimento, trauma, traumatismo, traumas, o trauma, de trauma