Υπηκοότητα στα δανικά
Μετάφραση: υπηκοότητα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
nationalitet, statsborgerskab, borgerskab, medborgerskab, unionsborgerskab, medborgerskab i
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπηκοότητα
υπηκοότητα ελληνική, υπηκοότητα κύπρος, υπηκοότητα ορισμός, υπηκοότητα εθνικότητα, υπηκοότητα κυπριακή, υπηκοότητα λεξικό γλώσσας δανικά, υπηκοότητα στα δανικά
Μεταφράσεις
- υπερώα στα δανικά - gane, ganen, smag, munden, smagsløg
- υπεύθυνος στα δανικά - ansvarsfuld, ansvarlig, ansvarlige, ansvaret, er ansvarlig, ansvarligt
- υπηρέτης στα δανικά - tjener, husassistent, knægt, ansat, Træl, anden ansat
- υπηρέτρια στα δανικά - knægt, tjener, husassistent, stuepige, maid, Jomfruen, rengøring, ...
Τυχαίες λέξεις
Υπηκοότητα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: nationalitet, statsborgerskab, borgerskab, medborgerskab, unionsborgerskab, medborgerskab i
Μεταφράσεις: nationalitet, statsborgerskab, borgerskab, medborgerskab, unionsborgerskab, medborgerskab i