Υπηκοότητα στα ολλανδικά
Μετάφραση: υπηκοότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nationaliteit, burgerschap, het burgerschap, staatsburgerschap, burgerschap van
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπηκοότητα
υπηκοότητα ελληνική, υπηκοότητα κύπρος, υπηκοότητα ορισμός, υπηκοότητα εθνικότητα, υπηκοότητα κυπριακή, υπηκοότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, υπηκοότητα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- υπερώα στα ολλανδικά - gehemelte, verhemelte, mond, smaak, smaakpapillen
- υπεύθυνος στα ολλανδικά - toerekenbaar, verantwoordelijk, aansprakelijk, verantwoordelijke, verantwoordelijk is, verantwoordelijk zijn, die verantwoordelijk
- υπηρέτης στα ολλανδικά - bediende, dienares, knecht, meid, dienstmeisje, dienaar, dienstknecht
- υπηρέτρια στα ολλανδικά - bediende, dienaar, knecht, meid, dienstmeisje, dienares, meisje, ...
Τυχαίες λέξεις
Υπηκοότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: nationaliteit, burgerschap, het burgerschap, staatsburgerschap, burgerschap van
Μεταφράσεις: nationaliteit, burgerschap, het burgerschap, staatsburgerschap, burgerschap van