Υπόδικος στα δανικά
Μετάφραση: υπόδικος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
respondent, sagsøgte, respondenten, indklagede, indstævnte
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπόδικος
υπόδικος λεξικο, καλφαγιάννης υπόδικος, υπόδικος ορισμός, υπόδικος σημασία, υπόδικος σημαίνει, υπόδικος λεξικό γλώσσας δανικά, υπόδικος στα δανικά
Μεταφράσεις
- υπόδειγμα στα δανικά - ideal, eksempel, model, modellen
- υπόδειξη στα δανικά - forslag, forslaget, forslag om, forslaget om
- υπόθεση στα δανικά - tilfælde, sag, materie, stof, beskæftigelse, affære, ting, ...
- υπόκωφος στα δανικά - hul, hule, hult
Τυχαίες λέξεις
Υπόδικος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: respondent, sagsøgte, respondenten, indklagede, indstævnte
Μεταφράσεις: respondent, sagsøgte, respondenten, indklagede, indstævnte