Υπόδικος στα ολλανδικά
Μετάφραση: υπόδικος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beschuldigde, respondent, verweerder, verweerster, respondenten, de respondent
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπόδικος
υπόδικος λεξικο, καλφαγιάννης υπόδικος, υπόδικος ορισμός, υπόδικος σημασία, υπόδικος σημαίνει, υπόδικος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, υπόδικος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- υπόδειγμα στα ολλανδικά - toonbeeld, geval, voorbeeld, zaak, model, model van, het model, ...
- υπόδειξη στα ολλανδικά - suggestie, voorstel, suggesties, voorstel van, suggestie van
- υπόθεση στα ολλανδικά - veronderstelling, proces, zelfstandigheid, goedje, aangelegenheid, handel, affaire, ...
- υπόκωφος στα ολλανδικά - ingevallen, ledig, holte, hol, holle
Τυχαίες λέξεις
Υπόδικος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: beschuldigde, respondent, verweerder, verweerster, respondenten, de respondent
Μεταφράσεις: beschuldigde, respondent, verweerder, verweerster, respondenten, de respondent