Φενακίζω στα δανικά

Μετάφραση: φενακίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bedrage, fenakizo
Φενακίζω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φενακίζω

φενακίζω λεξικό γλώσσας δανικά, φενακίζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • φειδωλός στα δανικά - sparsom, besparende, sparing, skånsomme, tilbageholdende med
  • φελλός στα δανικά - svømme, kork, Cork, proppen, prop, korkprop
  • φεντεραλιστής στα δανικά - føderalistiske, føderalistisk, føderalist, føderalt
  • φερέγγυος στα δανικά - opløsningsmiddel, troværdig, troværdige, pålidelig, troværdigt, pålidelige
Τυχαίες λέξεις
Φενακίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bedrage, fenakizo