Φενακίζω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: φενακίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
defraudar, deformar, enganar, iludir, lograr, fenakizo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φενακίζω
φενακίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, φενακίζω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- φειδωλός στα πορτογαλικά - abstémio, sóbrio, comedido, parco, poupado, poupadores, poupador, ...
- φελλός στα πορτογαλικά - cortiça, boiar, nadar, arremesse, de cortiça, rolha, da cortiça, ...
- φεντεραλιστής στα πορτογαλικά - federalista, federalistas, federalismo, federalist
- φερέγγυος στα πορτογαλικά - solventes, são, relevância, seguro, fidedigno, digno de confiança, fiel, ...
Τυχαίες λέξεις
Φενακίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: defraudar, deformar, enganar, iludir, lograr, fenakizo
Μεταφράσεις: defraudar, deformar, enganar, iludir, lograr, fenakizo