Φορολογώ στα δανικά
Μετάφραση: φορολογώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
skat, vejafgift, vejafgiften, afgift, toll
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φορολογώ
φορολογώ λεξικό γλώσσας δανικά, φορολογώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- φορητός στα δανικά - bærbare, bærbar, bærbart, transportabel, UN
- φορολογούμενος στα δανικά - skatteyder, skattepligtige, skatteyderne, skattepligtig, skatteyderen
- φορτίζω στα δανικά - byrde, læs, ladning, oplade, opkræve, opkræver, debitere, ...
- φορτίο στα δανικά - byrde, læs, belastning, belastningen, last, lasten, load
Τυχαίες λέξεις
Φορολογώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: skat, vejafgift, vejafgiften, afgift, toll
Μεταφράσεις: skat, vejafgift, vejafgiften, afgift, toll