Λέξη: ανωφελής

Σχετικές λέξεις: ανωφελής

ανωφελής κώνωψ, ο ανωφελήσ

Συνώνυμα: ανωφελής

μάταιος, ματαιόδοξος, ξιπασμένος, άχρηστος, άνευ κέρδους, ανώφελος, ατελέσφορος, μη αποτελεσματικός, όχι αποτελεσματικός

Μεταφράσεις: ανωφελής

ανωφελής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
useless, profitless, unavailing, ineffective, vain, futile

ανωφελής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inútil, improductivo, sin provecho, infructuoso, improductiva

ανωφελής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zwecklos, unnütz, nutzlos, gewinnlos, profitless, nutzlosen, unrentabel

ανωφελής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vain, superflu, oiseux, nul, inutilisable, inutile, sans profit, aucun profit, point profité

ανωφελής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vano, inservibile, inutile, profitless, senza profitto

ανωφελής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inútil, estéril, aproveitar, vão, profitless, inúteis, sem proveito, sem lucros

ανωφελής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vruchteloos, vergeefs, onbruikbaar, ijdel, nutteloos, onvoordelig, nutteloze, zonder winst, zinloze, zonder nut

ανωφελής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бесполезный, непригодный, тщетный, бесплодный, никчемный, никудышный, негодный, неполезный, напрасный, бесприбыльный, бесполезно, бесприбыльной, бесприбыльная, бесприбыльное

ανωφελής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
profit, profitless, unyttig, ingen fortjeneste, gir ingen fortjeneste

ανωφελής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gagn

ανωφελής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kehno, hyödytön, tarpeeton, turha, joutava, tuottamaton, hyödytöntä

ανωφελής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
profitless, unyttig, nytte til, ingen nytte, ingen nytte til

ανωφελής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zbytečný, marný, bezúčelný, nepotřebný, profitless

ανωφελής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niepożyteczny, bezużyteczny, bezcelowy, zbędny, nieprzydatny, płonny, beznadziejny, bezkorzystny

ανωφελής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
használhatatlan, haszontalan

ανωφελής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
boş, yararsız, faydasız, kazançlı, profitless, kârsız

ανωφελής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
некорисний, малокорисний, даремний, марний, безприбутковий, безприбутковою, неприбутковий

ανωφελής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
profitless, fitim, pati fitim

ανωφελής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
безполезен, profitless

ανωφελής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
беспрыбытковымі, беспрыбытковыя

ανωφελής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tulutu, kasumita, kasumlik

ανωφελής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
beskoristan, nekoristan, uzaludan, neupotrebljiv, neunosan, bez zarade

ανωφελής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þarflaus, gagnslaus, profitless

ανωφελής στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
sterilis, inanis

ανωφελής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nepelningas, Neapsimoka, pelno ir naudos, Nepelno, Bezkorzystny

ανωφελής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bezpeļņas

ανωφελής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
неефикасно

ανωφελής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
inutil, nefolositor, nu aducea profit, aducea profit, fără profit

ανωφελής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
profitless

ανωφελής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
márny, zbytočný, profitless
Τυχαίες λέξεις