Φουσκώνω στα δανικά
Μετάφραση: φουσκώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
svulme, oppumpe, pumpe, udspile, svulme op, udstrække, at udspile
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φουσκώνω
φουσκώνω στα αγγλικά, φουσκώνω λεξικό γλώσσας δανικά, φουσκώνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- φουρνιά στα δανικά - batch, parti, partiet, batchen
- φουσκάλα στα δανικά - blære, vabel, blister, blisterpakning, blisteren, blisterpakningen
- φουστάνι στα δανικά - kjole, dress, kjolen, påklædning
- φουτουριστής στα δανικά - fremtidsforsker, futuristiske, fremtidsforskeren, futurist, futuristen
Τυχαίες λέξεις
Φουσκώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: svulme, oppumpe, pumpe, udspile, svulme op, udstrække, at udspile
Μεταφράσεις: svulme, oppumpe, pumpe, udspile, svulme op, udstrække, at udspile