Φτιάχνω στα δανικά

Μετάφραση: φτιάχνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
producere, tilberede, reparere, befæste, konstruere, bygge, opføre, konstruktion, opbygge
Φτιάχνω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φτιάχνω

φτιάχνω ψωμί, φτιάχνω καλλυντικα, φτιάχνω μάρτη, φτιάχνω κεραλοιφή, φτιάχνω σαπούνι, φτιάχνω λεξικό γλώσσας δανικά, φτιάχνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • φτηνός στα δανικά - billig, billige, en billig, billigt, letkøbt
  • φτιάξιμο στα δανικά - fejl, brist, skyld, fejltagelse, forskønnelse, beautification, forskønne, ...
  • φτουρώ στα δανικά - sidst, vare, forbigangen, ftouro
  • φτυάρι στα δανικά - skovl, skovlen, shovel, spade
Τυχαίες λέξεις
Φτιάχνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: producere, tilberede, reparere, befæste, konstruere, bygge, opføre, konstruktion, opbygge