Χέρσος στα δανικά
Μετάφραση: χέρσος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
brak, dådyr, brakjord, braklægning, braklagte
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χέρσος
χέρσος τι είναι, η χέρσος, χέρσος λεξικό γλώσσας δανικά, χέρσος στα δανικά
Μεταφράσεις
- χάσμα στα δανικά - golf, bugt, mellemrum, gap, hul, kløften, kløft
- χέρι στα δανικά - hånd, våben, arm, arbejder, side, hånden, dels, ...
- χήρος στα δανικά - enkemand, enkemandspension, enkemanden, enkemands-
- χαίρομαι στα δανικά - glæde, fornøjelse, fryd, delight
Τυχαίες λέξεις
Χέρσος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: brak, dådyr, brakjord, braklægning, braklagte
Μεταφράσεις: brak, dådyr, brakjord, braklægning, braklagte