Χέρσος στα ουκρανικά
Μετάφραση: χέρσος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
коричнювато-жовтий, пар, пара, пару
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χέρσος
χέρσος τι είναι, η χέρσος, χέρσος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, χέρσος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- χάσμα στα ουκρανικά - прогалина, поглинати, стрілець, пролам, вир, затока, пучина, ...
- χέρι στα ουκρανικά - дороговказ, матрос, ручка, сила, стрілка, рука, влада, ...
- χήρος στα ουκρανικά - вдівець, удівець, вдовець
- χαίρομαι στα ουκρανικά - той, отой, правдивість, правда, відмовляє, захват, захоплення, ...
Τυχαίες λέξεις
Χέρσος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: коричнювато-жовтий, пар, пара, пару
Μεταφράσεις: коричнювато-жовтий, пар, пара, пару