Λέξη: χέρσος
Σχετικές λέξεις: χέρσος
χέρσος τι είναι, η χέρσος
Συνώνυμα: χέρσος
άχρηστος, έρημος, σπάταλος, κιτρινωπός
Μεταφράσεις: χέρσος
χέρσος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fallow, bare fallow, in bare fallow
χέρσος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
barbecho, en barbecho, de barbecho, descanso, barbechos
χέρσος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
brache, Brache, brach
χέρσος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
blond, jachère, fauve, friche, guéret, en jachère, jachères, de jachère
χέρσος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
maggese, incolto, incolti, daini, a maggese
χέρσος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inculto, alqueive, pousio, fallow, em pousio
χέρσος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
braakland, braak, braakliggende, braakakker, fallow
χέρσος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
красновато-желтый, паровой, вспаханный, залежь, пар, невспаханный, невозделанный, коричневато-желтый, паром, под паром, залежные, паровых
χέρσος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
brakk, fallow, brakkleggings
χέρσος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
träda, i träda, dovhjort, lagts i träda
χέρσος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ruskeankeltainen, kesanto, kesanto-, kesannolla, fallow, kuusipeura
χέρσος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
brak, dådyr, brakjord, braklægning, braklagte
χέρσος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
úhor, plavý, ležící ladem, ladem, ležet ladem, daněk
χέρσος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ugór, ugorowy, odłogowy, odłóg, płowy, daniele, odłogiem, fallow, ugorowane
χέρσος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ugar, parlagon, parlagon hagyott, dámvad, ugaron
χέρσος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
nadas, nadasa, fallow, nadasa bırakılan, ekilmemiş
χέρσος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
коричнювато-жовтий, пар, пара, пару
χέρσος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ugar, djerrinë, djerrë, papunuara, e papunuara
χέρσος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
угар, лопатар, угари, лопатари, елен лопатар
χέρσος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пар, пара, пару
χέρσος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kesa, arendatav, söötis, sööt, pruunikasvõik, söötisalade, fallow
χέρσος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ugar, jelen, neobrađena, lopatara, ugaru
χέρσος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fallow, Hvíldarland
χέρσος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pūdymas, pūdymo, pūdymui, danielių, palikti pūdymui
χέρσος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
papuve, papuvē, papuves, atstāti papuvē, dambrieži
χέρσος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лопатар, необработени, необработено, Соседните, угар
χέρσος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
țelină, necultivat, necultivate, pârloagă, în pârloagă
χέρσος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
praha, neobdelana, ledini, prahi, prahe
χέρσος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
jalový, ležiaca, ležiace, ležiaci, leží, ležiacej
Τυχαίες λέξεις