Χαρίζω στα δανικά

Μετάφραση: χαρίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
spare, donere, donerer, donate, at donere, afgive
Χαρίζω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χαρίζω

χαρίζω οικόπεδα, χαρίζω φάρμακα εξωσωματικής, χαρίζω ρούχα, χαρίζω οικόπεδα χαρίζω χρέη σώζω ζωές, χαρίζω σκύλο, χαρίζω λεξικό γλώσσας δανικά, χαρίζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • χαράζω στα δανικά - gravere, engrave, indgravere, indgravering, gravering
  • χαράκωμα στα δανικά - grøft, skyttegrav, trench, renden, rende
  • χαρακτήρας στα δανικά - karakter, egenskab, rolle, personlighed, tegn, særpræg, tegnet
  • χαρακτηριστικό στα δανικά - funktion, funktionen, træk, karakteristika
Τυχαίες λέξεις
Χαρίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: spare, donere, donerer, donate, at donere, afgive