Χωρίο στα δανικά
Μετάφραση: χωρίο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
passage, passagen, afsnit, overgangen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χωρίο
χωρίο συνωνυμο, εκπτωτικό χωρίο, δασικό χωρίο, χωρίο sos, χωρίο της ειρήνης, χωρίο λεξικό γλώσσας δανικά, χωρίο στα δανικά
Μεταφράσεις
- χωράφι στα δανικά - område, mark, felt, inden, området, feltet
- χωρίζω στα δανικά - division, dele, rolle, del, skille, særskilt, adskilt, ...
- χωρίς στα δανικά - uden, uden at, ikke
- χωρίστρα στα δανικά - afsked, af-, afskeden, skilles, afstikning
Τυχαίες λέξεις
Χωρίο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: passage, passagen, afsnit, overgangen
Μεταφράσεις: passage, passagen, afsnit, overgangen