Χώνεψη στα δανικά

Μετάφραση: χώνεψη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fordøjelse, fordøjelsen, spaltning, nedbrydning, udrådning
Χώνεψη στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χώνεψη

αναερόβια χώνευση, γρήγορη χώνεψη, σόδα χώνεψη, νερό χώνεψη, αργή χώνεψη, χώνεψη λεξικό γλώσσας δανικά, χώνεψη στα δανικά

Μεταφράσεις

  • χύνω στα δανικά - fald, kaste, stald, skur, udgydt, kastet
  • χώμα στα δανικά - jord, land, jorden, jordbunden, jordens, jordbund
  • χώνομαι στα δανικά - snuggle, putte, putte sig, i Snuggle
  • χώνω στα δανικά - stok, CRAM, proppe
Τυχαίες λέξεις
Χώνεψη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fordøjelse, fordøjelsen, spaltning, nedbrydning, udrådning