Ψωμάκι στα δανικά

Μετάφραση: ψωμάκι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ring, rundstykke, rulle, roll, kast, rullen, valse
Ψωμάκι στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ψωμάκι

ψωμάκι μπριος, ψωμάκι ατομικό θερμίδες, ψωμάκι για burger, σβήστρα ψωμάκι, τυλιχτό ψωμάκι, ψωμάκι λεξικό γλώσσας δανικά, ψωμάκι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ψυχρός στα δανικά - fjern, kølige, kølig, køligt, kold, kolde
  • ψυχρότητα στα δανικά - kulde, kulden, kulde- fornemmelse, kuldefølelse
  • ψωμί στα δανικά - brød, brødet, brød kan
  • ψωνίζω στα δανικά - butik, forretning, shop, butikken, shoppen
Τυχαίες λέξεις
Ψωμάκι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ring, rundstykke, rulle, roll, kast, rullen, valse