Αρχικά στα εσθονικά
Μετάφραση: αρχικά, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
initsiaal, esialgu, algselt, esialgselt, alguses, algul
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρχικά
αρχικά συμπτώματα aids, αρχικά τηλεφώνων χωρών, αρχικά χωρών, αρχικά κρατών, αρχικά συμπτώματα εγκυμοσύνης, αρχικά λεξικό γλώσσας εσθονικά, αρχικά στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- αρχιδιάκονος στα εσθονικά - ülemdiakon, archdeacon, peadiakoni
- αρχιεπίσκοπος στα εσθονικά - peapiiskop, peapiiskopi, peapiiskopiks, peapiiskopile, piiskop
- αρχιπέλαγος στα εσθονικά - saarestik, arhipelaag, saarestiku, saarestikus, saarestikku, saarte
- αρχιτεκτονική στα εσθονικά - arhitektuur, arhitektuuri, Architecture, ülesehitus, ülesehituse
Τυχαίες λέξεις
Αρχικά στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: initsiaal, esialgu, algselt, esialgselt, alguses, algul
Μεταφράσεις: initsiaal, esialgu, algselt, esialgselt, alguses, algul