Έλλειψη στα ισλανδικά
Μετάφραση: έλλειψη, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hörgull, þrot, ekla, vilja, skortur, skorti, skort, skortir, skortur er
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έλλειψη
έλλειψη αυξητικής ορμόνης, έλλειψη καλίου, έλλειψη βιταμίνης d, έλλειψη β12, έλλειψη ενζύμου g6pd, έλλειψη λεξικό γλώσσας ισλανδικά, έλλειψη στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- έλκος στα ισλανδικά - sár, sár á, sár í, magasár, skeifugarnarsár
- έλκω στα ισλανδικά - teikna, draga, ulcerate
- έλξη στα ισλανδικά - aðdráttarafl, áhugaverðra staða, aðdráttaraflið
- έλος στα ισλανδικά - dý, for, forarflói, Marsh
Τυχαίες λέξεις
Έλλειψη στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: hörgull, þrot, ekla, vilja, skortur, skorti, skort, skortir, skortur er
Μεταφράσεις: hörgull, þrot, ekla, vilja, skortur, skorti, skort, skortir, skortur er