Ένταση στα ισλανδικά
Μετάφραση: ένταση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
styrkleiki, styrkur, intensitet, álag, umfang
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ένταση
ένταση ηλεκτρικού πεδίου, ένταση στην κριμαία, ένταση μαγνητικού πεδίου, ένταση στην εθνική οδό, ένταση ακτινοβολίας, ένταση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ένταση στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ένταλμα στα ισλανδικά - ábyrgist, tilefni til, gefa tilefni, réttlæti það, gefi tilefni til
- ένταξη στα ισλανδικά - aðild, inngöngu, aðild til vörslu, aðildarskjal
- έντεκα στα ισλανδικά - ellefu, Eleven, og ellefu, ellefu ára
- έντερο στα ισλανδικά - garnir, þörmum, þarmar, þörmunum, þarma
Τυχαίες λέξεις
Ένταση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: styrkleiki, styrkur, intensitet, álag, umfang
Μεταφράσεις: styrkleiki, styrkur, intensitet, álag, umfang