Ένταση στα ολλανδικά

Μετάφραση: ένταση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voltage, spanning, geluidssterkte, intensiteit, de intensiteit, intensiteit van, sterkte
Ένταση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ένταση

ένταση ηλεκτρικού πεδίου, ένταση στην κριμαία, ένταση μαγνητικού πεδίου, ένταση στην εθνική οδό, ένταση ακτινοβολίας, ένταση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ένταση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ένταλμα στα ολλανδικά - aanschrijving, garantie, waarborg, bevel, garanderen, bevelschrift, rechtvaardigen, ...
  • ένταξη στα ολλανδικά - vermeerdering, prooi, buit, aanwinst, toetreding, de toetreding, toetreding van, ...
  • έντεκα στα ολλανδικά - elf, Eleven moet, Eleven, de elf, van elf
  • έντερο στα ολλανδικά - darm, darmen, ingewanden
Τυχαίες λέξεις
Ένταση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: voltage, spanning, geluidssterkte, intensiteit, de intensiteit, intensiteit van, sterkte