Αερίζω στα ισλανδικά

Μετάφραση: αερίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
loftræsta, Loftræstið, að Loftræstið, veita öndunarhjálp, öndunarhjálp
Αερίζω στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αερίζω

αερίζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αερίζω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • αδύνατος στα ισλανδικά - veikt, veik, slakur, veikburða, veikur
  • αεράκι στα ισλανδικά - gola, andvari, gola til
  • αερισμός στα ισλανδικά - loftræsting, loftræstingu, loftræstitækjum, loftræstikerfi, loftræstingar
  • αεριωθούμενο στα ισλανδικά - þota, Jet
Τυχαίες λέξεις
Αερίζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: loftræsta, Loftræstið, að Loftræstið, veita öndunarhjálp, öndunarhjálp