Εκποιώ στα ισλανδικά
Μετάφραση: εκποιώ, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
selja, að selja, seljum, selt, selur
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκποιώ
εκπονώ αγγλικά, εκπονώ λεξικό, εκποιώ λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εκποιώ στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- εκπληκτικός στα ισλανδικά - óvart, á óvart, undra, að undra, koma á óvart
- εκπληρώνω στα ισλανδικά - fullnægja, efna, uppfylla, að uppfylla, uppfylli, uppfyllt
- εκπομπή στα ισλανδικά - losun, fyrir losun, útstreymi, útblástur, á losun
- εκπτώσεις στα ισλανδικά - afslættir, afslætti, afsláttur, afslátt, afföll
Τυχαίες λέξεις
Εκποιώ στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: selja, að selja, seljum, selt, selur
Μεταφράσεις: selja, að selja, seljum, selt, selur