Εκποιώ στα λιθουανικά

Μετάφραση: εκποιώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prekiauti, išparduoti, parduoti iki, parduoti viską, Likviduota konkurso masę, talpose parduoti iki
Εκποιώ στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκποιώ

εκπονώ αγγλικά, εκπονώ λεξικό, εκποιώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εκποιώ στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • εκπληκτικός στα λιθουανικά - stebinantis, stebina, nenuostabu, nestebina
  • εκπληρώνω στα λιθουανικά - įvykdyti, atitinka, vykdyti, atitikti, atlikti
  • εκπομπή στα λιθουανικά - emisija, išmetamųjų teršalų, išmetamų teršalų, emisijos, teršalų
  • εκπτώσεις στα λιθουανικά - nuolaidos, nuolaidas, nuolaidų
Τυχαίες λέξεις
Εκποιώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: prekiauti, išparduoti, parduoti iki, parduoti viską, Likviduota konkurso masę, talpose parduoti iki