Επίκριση στα ισλανδικά

Μετάφραση: επίκριση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gagnrýni, gagnrýnin, ádeila
Επίκριση στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επίκριση

επίκριση συνώνυμο, επίκριση λεξικό, επίκριση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, επίκριση στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • επίκαιρος στα ισλανδικά - baugi, útvortis, staðbundin, staðbundna, staðbundið
  • επίκληση στα ισλανδικά - ákall
  • επίμαχος στα ισλανδικά - umdeild, umdeilt, umdeildar, umdeildur, umdeilda
  • επίμονος στα ισλανδικά - viðvarandi, langvarandi, þrálátur, þrálát, þrálátari
Τυχαίες λέξεις
Επίκριση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: gagnrýni, gagnrýnin, ádeila